ἐρευνοῦν

ἐρευνοῦν
ἐρευνάω
seek
pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)
ἐρευνάω
seek
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ερευνώ — ερεύνησα, ερευνήθηκα, ερευνημένος 1. αναζητώ, ψάχνω, ανιχνεύω: Πολλά πλοία ερευνούν την περιοχή για την ανεύρεση ναυαγών. 2. εξετάζω με προσοχή, μελετώ: Πολλοί επιστήμονες ερευνούν για να βρουν το φάρμακο κατά του καρκίνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • μικρόκοσμος — Στη φυσική και γενικά στις φυσικές επιστήμες (χημεία, βιολογία κλπ.), ο όρος σημαίνει τον κόσμο των πολύ μικρών διαστάσεων, τον κόσμο του αόρατου με γυμνό οφθαλμό. Είναι τα άτομα και τα μόρια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, τα κύτταρα και οι ιοί… …   Dictionary of Greek

  • ριπτάζω — ῥιπτάζω ΝΑ 1. ρίχνω εδώ κι εκεί, σκορπίζω ολόγυρα («ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. (μέσ. και παθ.) ριπτάζομαι κινούμαι εδώ κι εκεί, στριφογυρίζω, ιδίως στο κρεβάτι, από ανησυχία και αϋπνία αρχ. 2. αμφιταλαντεύομαι (α. «ῥιπτάσαι περιδεῶς» …   Dictionary of Greek

  • φυτογεωγραφία — Κλάδος της βιογεωγραφίας, που ασχολείται με τη μελέτη της κατανομής των φυτικών ειδών πάνω στη Γη. Πολυάριθμοι είναι οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η ύπαρξη ή μη, σε μια περιοχή που έχει καθοριστεί, ορισμένων φυτικών ενώσεων, αλλά δύο… …   Dictionary of Greek

  • ανάπτυξη, οικονομική — Έκφραση που σημαίνει γενικά τη δυναμική τάση ενός οικονομικού συστήματος. Με αυτήν ακριβώς την έννοια η ο.α. αποτέλεσε σημαντικό πρόβλημα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης, συνδεδεμένο με άλλα προβλήματα, όπως της αναπαραγωγής, των διακυμάνσεων …   Dictionary of Greek

  • διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”